χλωρέγχυμα — Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό… … Dictionary of Greek
παρέγχυμα — Ο θεμελιώδης ιστός των ανώτερων φυτών. Πολλά τμήματα των φυτών, όπως η εντεριώνη, ο φλοιός και το μεσόφυλλο, αποτελούνται κυρίως από π. Τα κύτταρά του, δηλαδή τα παρεγχυματικά κύτταρα, είναι συνήθως ισοδιαμετρικά, με ζωντανό πρωτόπλασμα, αφήνουν… … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
μεσοκυττάριοι χώροι — Στη βοτανική, εννοούνται οι χώροι που παρεμβάλλονται μεταξύ των φυτικών κυττάρων και εξυπηρετούν την ανταλλαγή αερίων κατά τις λειτουργίες της φωτοσύνθεσης, της αναπνοής και της διαπνοής. Οι μ.χ. είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι στο παρέγχυμα των… … Dictionary of Greek